Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… … Dictionary of Greek
αμφοτερισμός ή επαμφοτερισμός — Χαρακτηριστική ιδιότητα που έχουν τα υδροξυλικά παράγωγα μερικών χημικών στοιχείων (τα οποία ονομάζονται επαμφοτερίζοντα στοιχεία) να συμπεριφέρονται είτε ως βάσεις είτε ως οξέα. Επαμφοτερίζοντα στοιχεία είναι κατά κανόνα οι ασθενείς βάσεις και… … Dictionary of Greek
εξαμφοτερίζω — ἐξαμφοτερίζω (Α) [αμφοτερίζω] κάνω κάτι αμφίβολο ή διφορούμενο («ὁ ἀδελφός σου ἐξημφοτέρικε τὸν λόγον καὶ ἥττηται» κατέστησε τον λόγο αμφίβολο, επαμφοτερίζοντα, Πλάτ.) … Dictionary of Greek
επαμφοτερίζω — (Α ἐπαμφοτερίζω) [επαμφότερος] 1. κλίνω άλλοτε προς τον ένα κι άλλοτε προς τον άλλο, είμαι διπλοπρόσωπος («ἔμελλε τὸν Τισσαφέρνη ἀποφαίνειν... ἐπαμφοτερίζοντα», Θουκ.) 2. είμαι αμφίβολος, εκλαμβάνομαι με δύο τρόπους, δέχομαι διπλή ερμηνεία αρχ. 1 … Dictionary of Greek
επαμφοτεριζόντως — ἐπαμφοτεριζόντως (Α) επίρρ. με τρόπο επαμφοτερίζοντα, διφορούμενο … Dictionary of Greek
λοξός — ή, ό (AM λοξός, ή, όν) 1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ. γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.) 2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός… … Dictionary of Greek